Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

«Μεταβάλλον Αναπαύεται». Η Συγκυρία της Παρακμιακής Πολιτικαντικής ( Ι Ι )



(Μέρος 2 ο)


Απορρύθμιση του πολιτικού τοπίου

Ελάχιστους μήνες μετά τις εκλογές τις 16 Σεπτεμβρίου η συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση καθορίζεται από μια ραγδαία «κρίση κορυφών» όπου τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση, το σύστημα των δικομματικών μορφών εκπροσώπησης και των ηγετικών του παραγόντων (Καραμανλής, Παπανδρέου) αντιμετωπίζουν μια ευδιάκριτη κοινωνική καταφρόνηση. Η εμπλοκή στο πολιτικό τοπίο είναι πρωτοφανής για την εικοσαετία και σε κάποιο βαθμό είναι συγκρίσιμη με τη διετία 1989-1990.

Ήδη στις εκλογές του Σεπτέμβρη 2007 διαπιστώθηκε μια, κατά 10 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες, πτωτική τάση στην ιδεολογικοπολιτική επιρροή των δυο εναλλασσομένων κομμάτων εξουσίας (συνεκτιμούμενης και της αυξημένης αποχής) στο συνολικό εκλογικό πληθυσμό της χώρας. Η πορεία αυτή προς τη κατιούσα επιταχύνθηκε μετεκλογικά ως συνέπεια του διαχειριστικού και ηθικού κυβερνητικού βάλτου καθώς και της γενικής κρίσης ταυτότητας και της αναξιοπιστίας του ΠΑΣΟΚ.

Η φθορά του πολιτικού συστήματος της δικομματικής εναλλαγής, μεταξύ των άλλων, παράγεται από την δομική του αδυναμία και αναποτελεσματικότητα στο να επέμβει ενοποιητικά και προσανατολιστικά απέναντι στον «κορπορατιβισμό» των μερίδων και ομάδων της ολιγαρχίας και να προσφέρει μια αξιόπιστη σε κρατικό και κοινωνικό επίπεδο διευθυντική στρατηγική και πολιτική διαχείριση. Καθώς οι κερδοσκοπικές ανάγκες των δυνάμεων της αγοράς και του ιδιωτικού κεφαλαίου καθορίζουν το περιεχόμενο και την ερμηνεία της «εκσυγχρονιστικής» και «μεταρρυθμιστικής» πρακτικής πάνω στο δεσπόζον έδαφος της νεοφιλελεύθερης συγκατάθεσης αυτό έχει ως άμεσο επακόλουθο μια γενικευμένη κρίση του κράτους και την οργανική του ανικανότητα στο να διατηρεί, ηθικο-κανονιστικά και πολιτικά, μια παρουσία εγγύησης του λεγόμενου «εθνικού» και «γενικού συμφέροντος». Τα προβλήματα των κυριαρχούμενων τάξεων συσσωρεύονται, οι κοινωνικές ανισότητες και τα αδιέξοδα διευρύνονται, πλάι στη σχετική εδραιώνεται η απόλυτη εξαθλίωση, η ανεργία και η περιθωριοποίηση καλπάζει, η ετερονομία της πολιτικής καταδεικνύει την αναλγησία-αναξιοπιστία των ολιγαρχών και την καταδυνάστευση-απαισιοδοξία των υποτελών πολλών. Η κρίση του κράτους καταδηλώνεται τόσο στην αποεθνικοποίηση κρίσιμων οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών τομέων όσο και στον εξωτερικό «προσεταιρισμό» εξωνημένων αξιωματούχων, στην όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων και των αναμετρήσεων προσώπων, κλάδων και φορέων και τελικά στην δομική του αυτο-παράλυση απέναντι στη δική του κρίση. Η ίδια έχει παράξει τη καθολική απονομιμοποίηση του και αυτή με τη σειρά της προκαλεί τους σεισμικούς τριγμούς γενικά στη κομματική αντιπροσώπευση και ειδικά στο δικομματισμό.

Η πλήρης και ανοικτή ανάπτυξη των αντιπαλοτήτων στο εσωτερικό των δυο κυρίαρχων πυλώνων της ολιγαρχίας, στη πολιτική σκηνή, όπως είναι τα κόμματα εξουσίας και τα ΜΜΕ, οι χωρίς όρους και όρια καταιγιστικές και ανταγωνιστικές συγκρούσεις ανάμεσα σε αξιωματούχους, ομάδες και συμφέροντα, επαυξάνουν δευτερογενώς με τη σειρά τους τα πρωτογενή επίπεδα της συνολικής κοινωνικής δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας. Η επακόλουθη αποστασιοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνικής και εκλογικής βάσης είναι προϊόν κυρίως της μαζικής απογοήτευσης και όχι της επενέργειας μιας χειραφετησιακής, εναλλακτικής επιλογής. Αυτό δεν εμποδίζει την παρουσία ενός υπολογίσιμου κύματος διαμαρτυρίας το οποίο συγκυριακά αναζητά καινούργια «οχήματα» έκφρασης. Από το γεγονός τούτο προκύπτει η σχετικά εύκολη καταγραφή της ανοδικής, ευκαιριοθηρικής επιρροής μικρότερων κομματικών σχηματισμών έτσι ώστε οι ηγεσίες τους να ονειροφαντάζονται μια τελειωτική ανατροπή στο σκηνικό της δικομματικής εναλλαγής και μια αναβαθμισμένη συμμετοχή τους στα επόμενα εξουσιαστικά σχήματα διακυβέρνησης της χώρας (όπως ο ακροδεξιός-λαϊκιστικός ΛΑ.Ο.Σ. και ο σοσιαλδημοκρατικός ΣΥΡΙΖΑ).

Δικομματική «τάξη» μες το «χάος»

Το ότι τα επικρατούντα τωρινά γνωρίσματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής την καθιστούν έντονα ασταθή αυτό με κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται και την αυτόματη ανατροπή της και ούτε έφθασε ακόμα σε εκείνο το λεγόμενο στρατηγικό «σημείο μη επιστροφής». Όλα τα ενδεχόμενα για την ώρα παραμένουν ανοικτά. Ορισμένα δεδομένα είναι αξιοσημείωτα εδώ:

1-Στις εκλογές της 16-9-2007 για άλλη μια φορά η «λαϊκή ψήφος» επικρότησε (έστω και με διαρροές) την υποχώρηση των ιστορικών διαιρέσεων («δεξιά-αντιδεξιά», «αστισμός-σοσιαλισμός» κ.α.) και αποδέχτηκε τη νεοφιλελευθερη σύγκλιση (στο «χώρο του κέντρου» όπως κατ΄ ευφημισμόν αποκαλείται) σε σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιλογές των εξουσιαστικών κομμάτων Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ. Είναι αξιοσημείωτο πως ένα 62% των οπαδών του ΠΑΣΟΚ αποδέχεται πως αυτό ουσιαστικά δεν διαφέρει από την Ν.Δ. (VPRC, 19-20/9/2007). Η πραγματικότητα αυτή της κοινωνικής ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης και ευρωκεντρικης συναίνεσης και των φορέων της δεν έχει υποστεί ουδεμία συντριπτική απαξίωση και αποκαθήλωση. Μια ανάγνωση του παρόντος «κενού εμπιστοσύνης» ή του «ηθικού κενού» ως «πολιτικού κενού» θα ήταν μέγα σφάλμα. Αυτό διότι στην έννοια του «πολιτικού κενού» - που σημαίνει «διακοπή» στην ιδεολογικοπολιτική και εκλογική αντιπροσώπευση των καταπιεζομένων τάξεων, αποδέσμευση τους από τα κόμματα εξουσίας που παραδοσιακά υποστήριζαν και ριζοσπαστική ανάπτυξη της αυτοτελούς ιστορικής παρουσίας και δράσης τους – έχει ουσιαστικά μετονομαστεί η γνωστή κλασσική έννοια της «επαναστατικής κατάστασης» (Λένιν). Η σημερινή συγκυρία με κανένα τρόπο δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας κατάστασης και αυτό επίσης καταδείχνεται στο γεγονός ότι επί μέρους ρεύματα διαφυγής από το δικομματισμό καταγράφουν την επανεκπροσώπηση τους κυρίως σε κόμματα καθεστωτικά (ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ).

2- Η γενική δημόσια εικόνα της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, παρά την διαπιστωμένη φθορά της (επιρροή κάτω του 40%), παραμένει «καλύτερη» συγκριτικά με εκείνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ίδιο διατηρείται και η πιθανότητα μιας καινούργιας εκλογικής της επικράτησης. Το ΠΑΣΟΚ κρινόμενο, ως κομματικός σχηματισμός και ως ηγεσία (Παπανδρέου), θεωρείται πολύ περισσότερο αφερέγγυος παρελθούσα ή μελλοντική κυβερνητική λύση.

3-Ο Καραμανλής παρόλο που βρίσκεται στο «μάτι» του σκανδαλολογικού κυκλώνα συνεχίζει να διατηρεί ένα συντριπτικό προβάδισμα απέναντι στον Παπανδρέου. (π.χ. στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία ο πρώτος έχει 51,1% έναντι 30,3% του δεύτερου- RASS, Ιαν.2008). Προσκρούει όμως ταυτόχρονα σ’ ένα ενδογενή «αδύναμο κρίκο» και αυτός είναι το παρωχημένο και αποπνικτικό δίκτυο των κομματικών και των κυβερνητικών επιτελών του που έχουν γίνει το ανυπέρβλητο ανάχωμα σε οποιαδήποτε σκέψη ανασύνταξης. Από την άλλη ο Παπανδρέου αποσκοπώντας στον απόλυτο έλεγχο και στην αναπαλαίωση ενός παρακμιακού οργανισμού, που είναι το ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται σε μια πολύ χειρότερη κατάσταση όπου η μετανεωτερική του εικόνα απώλεσε από καιρό κάθε αίγλη και συναντά πια την όλο και μεγαλύτερη κοινωνικοπολιτική της απόρριψη.

4-Οι τρικυμιώδεις αναταράξεις και οι πιέσεις που ασκεί η συγκρουσιακή αντιπαράθεση των ενδοκομματικών φραξιών εντός του πολιτικού συστήματος δεν συνεπάγεται πως αυτές οπωσδήποτε θα αποφορτιστούν μέσα σε κάποια γενετική διαδικασία διαμόρφωσης καινούργιων κομμάτων παρόλο που ορισμένες ολιγαρχικές ομάδες πομπωδώς ευνοούν μια τέτοια εξέλιξη. Είναι δε αξιοσημείωτο πως στις «έρευνες κοινής γνώμης» πάνω από το 50% εκτιμά μεν πως το κομματικό σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας αλλά μοναχά ένα 15% θα επένδυε τις θετικές του προσδοκίες προς τη δημιουργία νέων κομματικών οργανισμών. Σε αυτό το πολιτικό «παράδοξο» φαίνεται να συντελεί και το καθοριστικό επίσης στοιχείο του παντελούς εκπεσμού των πολιτικών στελεχών και του προσωπικού των εξουσιαστικών κομμάτων στη κοινωνική συνείδηση. Από αυτή τη σκοπιά είναι κατανοητή η ατολμία του Βενιζέλου να ολοκληρώσει την εσωπασοκική αντιπαράθεση προς την εξαγγελία του ομίλου πολιτικού προβληματισμού («Δήμος Ιδεών») και από κει στη συγκρότηση νέου πολιτικού φορέα. Έτσι επέλεξε μια τακτική αναδίπλωσης έως ότου ευνοϊκότερες γι’ αυτόν και καταστροφικότερες για τον Παπανδρέου, συνθήκες (η σίγουρη επομένη εκλογική ήττα του ΠΑΣΟΚ) θα επιτρέψουν την ενδοκομματική «ρεβάνς». Ανάλογα ατελέσφορες παρουσιάζονται οι διάφορες προσπάθειες για ένα νέο ενιαίο κομματικό οργανισμό από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ κατά τα γερμανικά (ένωση PDS και WASG ως «DIE LINKE) ή ιταλικά ενοποιημένα σχήματα της «κεντροαριστεράς» (πρωτοβουλία Ν.Κωνσταντόπουλου κ.α.). Ανάλογα στη Ν.Δ. μπορεί η Μπακογιάννη, ενδυναμωμένη ως «φημισμένη ευνοούμενη» του Μπους και «ανταγωνίστρια» του Καραμανλή (πρόσφατη έκθεση Congressional Research Service), να δηλώνει πάντοτε «παρούσα» με αιχμηρές επισημάνσεις πως «το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση και έχει απαξιωθεί γιατί οι πολιτικοί δεν τολμούν να μιλήσουν καθαρά ...(στη) κοινή γνώμη» όμως είναι σίγουρο ότι θα κινηθεί με βήματα αρκετά προσεκτικά έως την προσεχή εκλογική αναμέτρηση.

5-Η αύξουσα κοινωνική απαξίωση και απάρνηση του δικομματισμού, μεθερμηνευόμενη ως «διαμαρτυρόμενη ψήφος» μπορεί να παρουσιάζεται στη «συγκεκριμένη κατάσταση» ως ο πολλά υποσχόμενος «τρίτος πρωταγωνιστής» όμως στο μεγαλύτερο της μέγεθος συνιστά μια προσδιορίσιμη, ευμετάβλητη, μη ριζοσπαστική και συντηρητική πραγματικότητα. Το πιθανότερο είναι να προκύψει μια επόμενη ανα-χειραγώγηση της και να επαναστεγαστεί στη γνώριμη δικομματική σκηνή. Άρα τελικά στη κρίσιμη εκλογική στιγμή να επανακάμψει προς τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ . Τούτο το ενδεχόμενο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα μέγεθος στο «ρεύμα» αυτό γύρω στο 4% παρουσιάζεται να απορρίπτει ολόκληρο το υπαρκτό πολιτικο-κομματικό πεδίο καθιστά τη προοπτική της πάγιας ενίσχυσης των μικρότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων ιδιαίτερα επισφαλή και οπωσδήποτε οριακή και μεταβατική.

6-Η «κρίση εμπιστοσύνης» προς τη δικομματική εναλλαγή φαίνεται να ευνοεί πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ όπου η δυναμική τακτική Αλαβάνου για διεμβολισμό του πολιτικού συστήματος και της βάσης του ΠΑΣΟΚ κατ΄αρχήν φαίνεται να αποδίδει ορισμένους καρπούς, εξέλιξη που θα εξυπηρετηθεί στη συνέχεια με την προσδοκώμενη εκλογή του Τσίπρα. Εδώ ξετυλίγεται μια διαδικασία μετάβασης προς μια μετανεωτερική «επικοινωνιακή» και «λάιφ στάιλ» νεανική ηγεσία, αντάξια ενός «λάιφ στάιλ» ευρωκεντρικού και ανεθνικού νεο-σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού σχηματισμού. Αυτό διότι εξυπηρετεί τον εσωκομματικό «έλεγχο» του Αλαβάνου αλλά και επειδή εξαντικειμενίζεται η ίδια η ανείπωτη διάγνωση του πως έφτασε η μοναδική ιστορική ευκαιρία ριζικής τροποποίησης των εκλογικών συσχετισμών ώστε να περάσει μπροστά από το ΚΚΕ και να εγκατασταθεί (με τη συνδρομή των φίλιων ΜΜΕ) στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό ως τρίτος κοινοβουλευτικός πόλος. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν επιδιώκει τη απορρόφηση μεγάλου μέρους του «ρεύματος αποδοκιμασίας», την πρωτοκαθεδρία στην «ευρύτερη αριστερά» και την καθεστωτική της μετατόπιση προς την αξίωση συμμετοχής του κόμματος αυτού σε μια «κεντροαριστερή» διακυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή τη πορεία θα δούμε τον σοσιαλδημοκρατισμό του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεωτικά να προσλαμβάνει νέα γνωρίσματα «πολιτικού ρεαλισμού» (με γερή δόση νεοφιλελεύθερων παραδοχών) προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να προσεγγίσει μερίδες της ολιγαρχίας και να γίνει αποδεκτός από τη κρίσιμη και υπολογίσιμη μάζα των κοινωνικών μεσοστρωμάτων.

7- Ως προς το ΚΚΕ η κεντρική αντιπολιτευτική του γραμμή θα συνεχίσει σταθερά να αντιμετωπίζει Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ ως «δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος» και να τοποθετεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα ενταγμένο στο σύστημα, προσβλέποντας στο να διευρύνει την επιρροή του μέσα στη «δεξαμενή της κοινωνικής διαμαρτυρίας». Η δυναμική και ηγεμονική φιλοδοξία του ΣΥΡΙΖΑ θα αποδειχτεί βραχύβια εάν το ΚΚΕ κατορθώσει να προσδώσει στη γενική πολιτική στρατηγική του πέρα από το «οικονομικο-διεκδικητικό» ένα εντονότερο εθνικοαμυντικό-εθνικοανεξαρτησιακό περιεχόμενο και εάν αναλάβει κατά προτεραιότητα ισχυρές και αξιόπιστες πρωτοβουλίες δημοκρατικής σύγκλισης, ενοποίησης και ανασύνταξης των αντισυστημικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων με προσανατολισμό ένα οργανωμένο, ενιαίο και πολυτασικό φορέα Θεμελειακής Αντιμπεριαλιστικής Αντιπολίτευσης, με άμεσες στοχεύσεις εθνικές και κοινωνικοαπελευθερωτικές. Σε αυτή την περίπτωση η αντίστοιχη ευθύνη επιμερίζεται και προς τις παραπάνω δυνάμεις να υιοθετήσουν ένα πιο ανοικτό, εποικοδομητικό και δημιουργικό πνεύμα συμβάλλοντας δυναμογόνα προς τον επανακαθορισμό των κύριων συμμαχιών και των βασικών μετώπων του αγώνα στην αυγή του 21ου Αιώνα. Όπως ξαναγράφτηκε στο παρόν ιστολόγιο προέχει η κατανόηση πως δεν υφίσταται αφ εαυτής «αντικαπιταλιστική» πρόθεση και δράση εάν δεν περιλαμβάνει δομικά την υπερκαθορίζουσα (και μη-καιροσκοπική) ενοποιητική πολιτική. Ικανή να συγκεντρωθεί και να «κεφαλαιοποιηθεί» στην αναγκαία Δημοκρατική Αντισυστημική Ενότητα αυτοτελών και αλληλενεργών υποκειμενικοτήτων ως κύρια οδός αντίστασης απέναντι στην ολιγαρχική πολιτική.

--