Κατόπιν του περίφημου «πακέτου Πινέϊρο», που δεν περιείχε απολύτως τίποτα (δήλωση μετέπειτα του Πορτογάλου πως σκέψη ήταν το «New Macedonia»), εδώ και μια δεκαπενταετία ο Νίμιτς, του ΟΗΕ, «ασχολείται» με το σκοπιανό πρώτα ως βοηθός του Σάϋρους Βάνς και μετά ως απεσταλμένος μεσολαβητής. Η, κάτω από την αμερικανική ιμπεριαλιστική κηδεμονία, «Ενδιάμεση Συμφωνία», οδήγησε την Ελλάδα στη στρατηγική της χειμέριας νάρκης και στην απώλεια πολύτιμου χρόνου. Η εκκρεμότητα επέτρεπε τις αναγνωρίσεις του κρατιδίου ως «Μακεδονία» να διαδέχονται η μια την άλλη, με τις μισές χώρες-μέλη του ΟΗΕ να έχουν αποδεχτεί πια τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομά, ενώ η FYROM σταδιακά κλιμάκωνε ένα νέο «κονσέρτο» αδιαλλαξίας (κατάσταση που παραβλέπεται από τους ανιστόρητους εγχώριους θασιώτες του «διαλόγου») με γνώμονα την «εξυπηρέτηση των εθνικών και κρατικών συμφερόντων της» (κατά δήλωση του προέδρου Τσερβένκοφσκι). Σε αυτό το έδαφος προχώρησε ως τρανή απόδειξη «καλής θέλησης» στη μετονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων σε «Μέγας Αλέξανδρος» (αν και τούτο αφορά εσωτερική εφαρμογή αφού για διεθνή κατοχύρωση προϋποθέτει περιοχική συνεννόηση με Ελλάδα στον ICAO)
Τα αποτελέσματα της «δεσμευτικής άτυπης συμφωνίας» καταδείχτηκαν στις διαδοχικές προτάσεις Νίμιτς: Όπου από το «Republica Macedonya – Skopia» ως προηγούμενη πρόταση του μετά κατέληξε στη σκέτα τελική «Μακεδονία». Αυτό σε συνθήκες απόλυτης ανυποχώρητης στάσης, και απουσίας κάθε διάθεσης συμβιβασμού της FYROM που ταυτόχρονα αξιοποίησε επωφελώς τον δωρεάν «αιμοδοτικό» ρόλο της Ελλάδας σε όλους τους τομείς (χρηματοδοτική-οικονομική στήριξη, απασχόληση εργαζομένων, επιχειρηματικές επενδύσεις, εδαφικές και θαλάσσιες εξυπηρετήσεις, διεθνής στήριξη κ.α.)
Πριν ακριβώς τις βουλευτικές εκλογές της 16-9-2007, ο Καναδάς προχώρησε σε αναγνώριση της FYROM ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η εξέλιξη αυτή είναι συνέπεια της αποτελεσματικής κινητοποίησης των πολυάριθμων και καλά οργανωμένων σκοπιανών στον Καναδά (σε αντίθεση με την απούσα ελληνική ομογένεια), της παρακολουθηματικής εξωτερικής πολιτικής του Καναδά ξοπίσω από τις ΗΠΑ και της πειραματικής διερεύνησης, δι αντιπροσώπου, από το ΝΑΤΟ, των ελληνικών κυβερνητικών μορφών αντίδρασης. Και βέβαια θα πρέπει να επισημάνει κανείς γιατί θα έπρεπε να μην φερθεί ο Καναδάς σύμφωνα προς τα δικά του συμφέροντα όταν προεκλογικά στις 13-7-2007 στο Στρασβούργο και στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι νεοδημοκράτες βουλευτές (πλιν Α. Σαμαρά) υπερψήφισαν την έκθεση προόδου του κρατιδίου για το 2006 (με την επίκληση των «θετικών διατάξεων»), όπου και του αναγνωρίζει το απόλυτο δικαίωμα να αποκαλείται «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Στη συνέχεια ερχόμαστε ως θεατές στα διαδραματιζόμενα συμβάντα της 27-9-2007 όπου ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της FYROM, Σ. Κερίμ, προεδρεύων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ , έχοντας κάνει παραγωγική «ανάγνωση» της ανοχής που πρόσφερε η διαμεσολάβηση του Νίμιτς αλλά και προσφάτως του αμερικάνου υφυπουργού εξωτερικών Μπέρνς, αθέτησε με τρόπο βροντερό και κραυγαλέο την άτυπη συμφωνία κυρίων Αθηνών-Σκοπίων προσφωνώντας εκεί στο ίδιο το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. τον Τσερβένκοφσκι ,πρόεδρο της γείτονος ως «πρόεδρο της Μακεδονίας».
Και αυτό το πρόσφατο γεγονός στη Γ.Σ. του ΟΗΕ αποκαλύπτει πως η ελληνική εξωτερική πολιτική θα έπρεπε να είχε ξεφύγει από τη καθοδήγηση της φοβικής στρατηγικής της αλαλιάς και να αποφασίσει να αντιμετωπίσει άμεσα και καθολικά το «Μακεδονικό». Ο Κ. Καραμανλής, γνωρίζοντας πως με το «διάλογο» δεν βγήκε τίποτα και πως μονάχα αν υποχρεωθεί η FYROM ίσως τότε να αποδεχόταν μια σοβαρή διαπραγμάτευση, δεσμεύτηκε δημοσίως στο προεκλογικό «ντιμπέιτ», πως δεν θα επέτρεπε (δια του «βέτο») την καθοριστικής σπουδαιότητας ,για το κρατίδιο, ένταξη στο ΝΑΤΟ (και εξυπακούεται αργότερα στην Ε.Ε.) εφόσον δεν βρεθεί μία αποδεκτή τελική ονομασία. Όμως ενώ κατά γενική εκτίμηση ήταν πιστευτό πως έτσι θα κινηθεί ο Πρωθυπουργός σε ελάχιστο χρόνο αυτοαναιρέθηκε περνώντας ξανά στην αδιευκρίνιστη πολιτική της ακροβατικής υποκρισίας, λέγοντας πως η Χώρα δεν θα αποδεχθεί την ένταξη του κρατιδίου στο ΝΑΤΟ με όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (άρα τι; θα τη δεχθεί ως FYROM που έτσι κατά δήλωση του Τσερβένκοφσκι θα αιτηθεί την ένταξη;). Εάν η νεοδημοκρατική κυβέρνηση επιτρέψει την ένταξη μ’ αυτό το όνομα, θα έχει παραδώσει το μοναδικό αποτελεσματικό διπλωματικό όπλο που της έχει απομείνει και θα έχει διαπράξει μέγιστο εθνικό έγκλημα. Και αυτό τη στιγμή που σε τελική ανάλυση το μέλλον των Σκοπίων δεν εξαρτάται από τις αναγνωρίσεις τύπου Καναδά, αλλά από την οριστική ρύθμιση του Κοσσυφοπεδίου (όπου πιθανότερη είναι μια διχοτόμηση με το 15-20 % σερβικό και το άλλο αλβανικό), την ένταξη τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) και από την πρόσβαση τους στις ζωτικές (από στεριά και θάλασσα) εξυπηρετήσεις της Ελλάδας.
Με βάση λοιπόν την πραγματικότητα της χρόνιας πρόκρισης της εγχώριας «πολιτικαντικής» της σιωπής και του κατευνασμού δηλαδή της ολοκληρωτικής απουσίας μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής και πραξεολογίας (που θα συνάρθρωνε αποτελεσματικά όλα τα μέσα: πολιτικά, στρατιωτικά, διπλωματικά και επιστημονικά) και που χαρακτηρίζει το σύνολο των ελληνικών πολιτικών φορέων, μπορεί να γίνει αντιληπτό πως λίαν συντόμως η αξιοποίηση ή μη των ανεπίστρεπτων ευκαιριών θα έχει την α ή β έκβαση αναλόγως αν τώρα θα συντελεστεί τάχιστα και εν θερμώ (ως επιλογή έσχατης ιστορικής ευθύνης) ό,τι δεν συντελέστηκε στο χθες.
Αυτό όμως προϋποθέτει την αυτόχθονη ικανότητα μάθησης, προσαρμογής, ανανέωσης και αυτοϋπέρβασης , μπροστά στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον και τον «μαγικό» μετασχηματισμό της Πολιτικής-Κομματκής «Τάξης» από ελληνόφωνη σε ελληνότροπη καθώς βέβαια και την χειραφέτηση από τη σχιζοειδή αυτοπαγίδευση στις δεσπόζουσες ψευδεπίγραφες και ετερόνομες ιδεοληπτικές προσλαμβάνουσες (ευρωατλαντικός οικουμενισμός / ντεφετισμός από τη μια - μυθολογικός ελληνορθόδοξος ή φυλετικός εθνικισμός από την άλλη). Προϋποθέτει τη νηφάλια παραδοχή πως ο εθνισμός δεν μπορεί να ριζώνει κυρίως σε «φυλετικούς», παρελθοντολογικούς και παραδοσιοκεντρικούς ελκυστές. Πως η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να αυτοκαταργείται με τον ψευτοειρηνιστικό , κοσμοπολίτικο και ανεθνικό νέο-σκοταδισμό αλλά ούτε επίσης μπορεί να συστοιχίζεται πίσω από τις κυβερνητικές κάθε φορά αστειότητες και τις αυταπάτες περί «διεθνούς δικαίου». Πως είναι αναγκαίο να θεμελιώνεται στα ίδια τα εθνικά –ταξικά συμφέροντα των Ελλήνων Εργαζομένων. Αυτά τα εθνικά συμφέροντα του ελληνικού λαού μεταξύ των άλλων είναι σε πρώτο επίπεδο τα «κρίσιμα» συμφέροντα αυτοσυντήρησης (εθνική εδαφική κυριαρχία, ακεραιότητα και ασφάλεια). Σε δεύτερο επίπεδο είναι τα «ζωτικά» συμφέροντα ευημερίας (διεθνές σύστημα ασφάλειας, μορφή σχέσης με υπερεθνικούς θεσμούς, ασφάλεια ομοεθνών, συμμαχίες και διπλωματικά στηρίγματα, φυσικό περιβάλλον, πλουτοπαραγωγικός – ενεργειακός -παραγωγικός-οικονομικός χώρος κ.α.) Και τέλος σε τρίτο επίπεδο είναι τα λεγόμενα «σπουδαία» συμφέροντα (υπεράσπιση και ανάπτυξη της συλλογικής και προσωπικής ψυχοπνευματικής και πολιτισμικής οντολογίας, ιδιοπροσωπείας και ελευθεριακής μας αξιοπρέπειας κ.α.) Η ελληνική εξωτερική πολιτική επίσης οφείλει να βασίζεται εντός του περιβάλλοντος των συγκεκριμένων κάθε φορά γεωπολιτικών τελεστών και να οργανώνεται πάνω στον άξονα και τη κεντρική σημασιοδότηση της Στρατιωτικοπολεμικής Αποτρεπτικής Δύναμης (πολιτικοστρατιωτική ηγεσία που να εμπνέει, ισχυρό εθνικό φρόνημα και ετοιμότητα για καθολική παλαϊκή αντίσταση, στρατιωτικό αξιόμαχο, επάρκεια- αποδοτικότητα-αυτοτέλεια πολεμικών μέσων, σταθερή εθνική γραμμή και πάγια μακροπρόθεσμη στοχοθεσία, διπλωματική ποιότητα και διαπραγματευτική αξιοπιστία, ισχυρή τεχνικο-οικονομική βάση κ.α.) Θέματα που η σημασία τους ουδόλως γίνεται αντιληπτή από τη πολιτική ολιγαρχία και όχι μόνο. Πρόσφατο πάλι παράδειγμα ο Α. Αλαβάνος με την συνθηματολογία μείωσης των στρατιωτικών δαπανών ενώ γενικότερα οι δεξιοί και οι αριστεροί οικουμενιστές επιμένουν όλα τούτα να τα απαξιώνουν και να τα υποβαθμίζουν, φορώντας παρωπίδες και μη βλέποντας πως αυτά και άλλα που συναπαρτίζουν τη γαιο-στρατηγική είναι τελικά προϋποθέσεις καθοριστικές όχι μόνο στη περίπτωση πολέμου αλλά και για ένα δίκαιο διακανονισμό και σταθερό συμβιβασμό.