Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007
Ο Κόκκινος Ψαλμός της Οκτωβριανής Επανάστασης. Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη
Mητέρα.
Δε μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη. Η διαπεραστική ποιητική του κραυγή σημάδεψε τον Αιώνα. Ήταν η ίδια η φωνή της Μεγάλης Επανάστασης. Το όπλο και η δύναμη της. Το νέο αισθητικό και τρανταχτό της επιχείρημα. Η φωνή της γέννησης και της ανόδου της. Και ύστερα η φωνή του τέλους της αθωότητας της και της ίδιας της καθόδου της.
Ποιος άλλος θα μπορούσε ωραιότερα να απεικονίσει το μεγαλείο του στρατευμένου ποιητή, από έναν μεγάλο δικό μας. Τον Νίκο Καρούζο, στο ποίημα «Μαγιακόφσκι» δημοσιευμένο στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (τεύχος 146, Φλεβάρης 1967).
Ωραίος απ’ τη θύελλα της βιομηχανίας
αεροπόρος των ηλιόλουστων ημερών
μεγάλο δάκρυ
που κατεβαίνει ως τα χείλη
για να καίει τις αθάνατες Μαρίες
ο Βλαντιμίρ.
Ίσως έπρεπε πριν απ’ την ένδοξη ταφή
να φωτίζεται με προβολείς ο νεκρός του.
Ίσως αξίζει να τον βλέπουμε σαν καταρράκτη
ανάμεσα στην ορμή τ’ ουρανού και στα δάση.
Ίσως έπρεπε να διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ’ αρέσει που έπιασε την παλιά Ρωσία απ’ τα μαλλιά
και την έστειλε στο διάβολο
θρυμματίζοντας μια κιθάρα στο κεφάλι της.
Μ’ αρέσει που δεν θα πεθάνει ποτέ
γιατί δεν ξεχώρισε τη συμφορά και την ποίηση.
Μ’ αρέσει γιατί στάθηκε στο ύψος του
ο Βλαντιμίρ.
Αυτός είναι που έδινε στον Κουτούζωφ
τη μυστηριώδη δύναμη.
Αυτός είναι που σκύλιαζε πραγματικά
για το μέλλον. Αυτός
έλαμπε στην κατάλευκη ορμή του Ουλιάνωφ.
Απ’ την άγνωστη χαραυγή μας, απ’ τα σπήλαια,
έτσι δείχνουν τα πράγματα.
Η ζωή θα πρέπει να προσχωρήσει μαζί του
ολάκερη καθώς τη χάρισε στην καρδιά των δικαίων.
Η ζωή θα χρειαστεί και πάλι τους χαρταετούς.
Απ’ το βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλά στη νύχτα
κι απ’ τη βαθειά ειρήνη της σιωπής του
έβγαινε ο καπνός της μέσα μάχης. Ας είναι λοιπόν…
Ας είναι κι ο Βλαντιμίρ ένα σύμβολο
ανοιχτό στην ευτυχία.
Δεν ξέρω, βέβαια, τι είναι ευτυχία.
Γνωρίζω όμως τον αγώνα για δαύτη.
Δεν ξέρω τι κρύβει ο έρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πως είναι οι εξήντα τέσσερες άνεμοι.
Γνωρίζω πως είναι όλες οι ανατολές του ήλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!(Από τον ιστότοπο: Σελίδες Ν.Σαραντάκου).
Ο Μαγιακόβσκη γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1983 (7 Ιουλίου με παλαιό ημερολόγιο) στο Κυβερνείο της Κουταΐδας στη Γεωργία στο χωριό Μπαγκντάντι (που αργότερα μετονομάστηκε σε Μαγιακόβσκη προς τιμή του). Ο πατέρας του Κωνσταντίνοβιτς (Ρώσος, ευγενούς καταγωγής με κοζάκικες καταβολές και δασοφύλακας το επάγγελμα) πέθανε στα 1906. Η μητέρα του Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα (ουκρανικής καταγωγής). Οι δύο αδελφές του Λιουντμίλα και Όλγα.
Στο Μπαγκντάντι ο Βλαντιμίρ έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και πήγε στο δημοτικό σχολείο, ενώ τις πρώτες γυμνασιακές του σπουδές τις έκανε στη γειτονική πόλη, Κουταϊς. Από νωρίς έδειξε κλίση για τη ζωγραφική και ενδιαφέρον για την επιστήμη και τεχνική «Το ασυνήθιστο. Εφτά χρονώ. 'Ο πατέρας μ' έπαιρνε καβάλα στις επιθεωρήσεις των δασών. 'Ενα πέρασμα. Νύχτα. Καταχνιά. Δε μπορούσα να δω ούτε τον πατέρα. Πολύ στενό μονοπάτι. Φαίνεται πως ο ώμος του πατέρα μπλέχτηκε σ' ένα κλαδί πουρναριού. Το κλαδί με χτύπησε με τ' αγκάθια του στα μάγουλα. Σχεδόν ουρλιάζοντας, έβγαλα τ' αγκάθια. Σχεδόν αμέσως η καταχνιά κ' η βροχή εξαφανίστηκαν. Σ' ένα άνοιγμα της ομίχλης κάτω απ' τα πόδια μας, ήταν πιο φωτεινά κι απ' τον ουρανό. 'Ηταν ηλεκτρισμός. Οι υδατοπτώσεις του πρίγκιπα Νακασίτζε. Απ' την ώρα που είδα τον ηλεκτρισμό έχασα το ενδιαφέρον μου για τη φύση. Μου φαινόταν ντεμοντέ.» (Άρης Αλεξάνδρου–Διάλεξα,1984).
Το 1906, μετά το θάνατο του Κωνσταντίνοβιτς Μαγιακόβσκη,η Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα αποφασίζει τη μετοίκηση της οικογένειας στη Μόσχα. Εκεί έφθασαν με ελάχιστα είδη και σύνταξη 10 ρούβλια. Για να μπορέσουν να επιβιώσουν ο Βλαντιμίρ και η Όλγα έφτιαχναν πυρογραφίες και ζωγραφιές πάνω σε χειροτεχνικά ξύλινα αντικείμενα (όπως κασετίνες, κιβώτια, πασχαλινά αυγά) που τα πουλούσε 10-15 καπίκια το ένα η Λιουντμίλα.
Στη Μόσχα ο Βλαντιμίρ συνεχίζει τις γυμνασιακές σπουδές και παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής. Ένα από τα πρώτα βιβλία που διαβάζει είναι ο «Δον Κιχώτης». Θα πει « Αν μου τύχαιναν τότε κι άλλα τέτοια βιβλία, θα παρατούσα εντελώς το διάβασμα» (σχολείου). Η νοηματική και αισθητική «Τριάδα» του, έκπληξη και αίσθηση για τις δυνάμεις του ανθρώπου (ηλεκτρισμός), έκπληξη και αίσθηση για τις μεγάλες μάχες στα σύνορα του ονείρου («Δον Κιχώτης») θα ολοκληρωθεί με την έκπληξη και αίσθηση της Επανάστασης. Ο ίδιος λέει: «Ήρθε η αδερφή μου από τη Μόσχα. Ενθουσιασμένη. Μου έδωσε κρυφά κάτι μακρόστενα χαρτάκια. Μου άρεσε. Ηταν πολύ ριψοκίνδυνο. Τα θυμάμαι και τώρα. Το πρώτο: "Ξύπνα, λοιπόν, σύντροφε, αδερφέ/ πέτα το τουφέκι σου χάμου". Κι ένα άλλο που τελείωνε έτσι: "... αλλιώς υπάρχει κι άλλος δρόμος - τράβα/ στους Γερμανούς με τη μαμά σου, τη γυναίκα σου και το γιόκα σου!..." (για τον τσάρο). Ήταν η επανάσταση. Και ήταν σε στίχους. Στίχοι και επανάσταση ενώθηκαν, έτσι, μέσα στο μυαλό μου».
Το 1908, μαθητής ακόμα εντάσσεται στις γραμμές του ΣΔΕΡΚ(μπολσεβίκοι) και συμμετέχει στην παράνομη δραστηριότητά του κυρίως ως αγγελιοφόρος και διανομέας επαναστατικών προκηρύξεων. Αυτό του στοιχίζει, τα επόμενα δύο χρόνια διαδοχικές συλλήψεις (29 Μαρτίου 1908, 21 Ιανουαρίου 1909 και καλοκαίρι 1909). Μέσα στη φυλακή διαβάζει ιστορία και λογοτεχνία. Εκεί γράφει και τα πρώτα του ποιήματα, που δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Η έκθεση ενός δεσμοφύλακα τον Αύγουστο 1909 αναφέρει: « Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκη... υποκινεί τους άλλους φυλακισμένους στην ανυπακοή προς τους ανώτερους υπαλλήλους των φυλακών, απαιτεί διαρκώς την ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα σημεία, ενώ ισχυρίζεται πως είναι ο "εκπρόσωπος" των φυλακισμένων».
Μετά την αποφυλάκιση του το 1910, αφήνει το γυμνάσιο και γίνεται δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας. Εκεί θα συναντήσει τον ζωγράφο Δαβίδ Μπουρλιούκ, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική του διαδρομή. Αναφέρει: «...υπέροχος φίλος, ο πραγματικός μου δάσκαλος, ο Μπουρλιούκ με έκανε ποιητή». Η συνάντηση τους γίνεται η ληξιαρχική πράξη γέννησης του Κινήματος του Φουτουρισμού στη Ρωσία. Ο Φουτουρισμός ως λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα της β’ δεκαετίας του 20ου αιώνα περιλάμβανε δύο διαφορετικά ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα που ήταν γεωγραφικά εντοπισμένα: ο ιταλικός φουτουρισμός ( Φίλιππο Τομάσο Μαρινέτι, Ουμπέρτο Μποτσιόνι, Κάρλο Καρά, Τζιάκομο Μπάλα κ.α) δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύνδεση με το φασισμό. Αντίθετα, ο φουτουρισμός στην επαναστατημένη Ρωσία συνδέθηκε οργανικά και υπηρέτησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1912 Δαβίδ Μπουρλιούκ, Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη, Βίκτωρ Χλέπνικοφ και Αλεξάντερ Κρουτσιόνιχ υπογράφουν και δημοσιεύουν το πρώτο Φουτουριστικό Μανιφέστο: «Μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο του καιρού μας... Το παρελθόν είναι στενόχωρο. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι πιο ακατανόητοι και από τα ιερογλυφικά. Να πετάξουμε τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι και τους υπόλοιπους από το πλοίο του καιρού μας! Οποιος δεν ξεχάσει τον πρώτο του έρωτα, δε θα γνωρίσει τον τελευταίο». Ομοίως ο Μπλοκ, o Γκόρκυ κ.α τίθενται υπό απόρριψη. Την ίδια χρονιά ο Μαγιακόφσκι πρωτοπρουσιάζεται ως ποιητής σε κοινή έκδοση των φουτουριστών με τα δυο του ποιήματα «Πρωί» και «Νύχτα». Ο Μαγιακόβσκη πιστεύει πως η επανάσταση στο περιεχόμενο που κυοφορούν οι νέοι χρόνοι, ο σοσιαλισμός απαιτεί μια ανάλογη επανάσταση στη μορφή και την υπέρβαση των παλιών προτύπων. Από εδώ ξεκινά και η μορφική προσέγγιση του έργου της ποίησης του με την αισθητική αντίληψη που προκρίνει το καλλιτεχνικό «άλμα», την άρνηση για επιβίωση- αξιοποίηση παρελθουσών καλλιτεχνικών μορφών και που συχνά συλλαμβάνεται για ορισμένες λεκτικοεγωτικές υπερβολές. Στα πλαίσια του φουτουριστικού παράδεισου η αισιοδοξία για μια εύφορη μελλοντική ευτοπία όπου ακόμα και ο έρωτας θα έχει εξορθολογισθεί. Ουδείς θα πεθαίνει από έρωτα, μ΄ αυτόν «πρέπει να χτίζεις γεφύρια, να γεννάς παιδιά». Όμως ας μην είμαστε τόσο αυστηροί. Ο φουτουρισμός του Μαγιακόβσκη δεν αφορούσε μόνο την αισθητική ένταξη και επένδυση του τεχνικού- βομηχανικού χωροχρόνου μέσα στη μορφή και το διάκοσμο της ποίησης. Αφορούσε κυρίως μια κοσμοεικόνα για την οποία το εκτεχνικευμένο πλαίσιο θα υπηρετούσε την απελευθέρωση των ανθρώπινων δυνάμεων δηλαδή θα είχε ως κέντρο την υποβοήθηση της ίδιας της ανθρώπινης χειραφέτησης. Από αυτή τη σκοπιά και χωρίς να αποτελεί κατά τη γνώμη μου αυθαιρεσία μπορεί να υποστηριχθεί πως ο Μαγιακόβσκη ιππεύει ένα φουτουρισμό «εξανθρωπισμένο».
Το 1915 πηγαίνει στην Πετρούπολη και εκεί αναπτύσσει έντονη δράση. Συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες και δημοσιεύει ποιήματα, μέσα από τα οποία αποτυπώνει την αντίδρασή του στον πόλεμο. Όλη αυτή τη περίοδο διαβάζει ακατάπαυστα. Διαβάζει Ένγκελς, που τον εκτιμά ως μέγιστη φιλοσοφική προσωπικότητα, εκδηλώνει το θαυμασμό του για τα γραφτά του Μαρξ και του Λένιν ενώ αργότερα προχωρά στη μελέτη των κλασσικών συγγραφέων της λογοτεχνίας.
Το καλοκαίρι του 1915 θα γνωριστεί με το ζεύγος Μπρίκ, τη Λίλια (αδελφή της ΄Ελσας Τριολέ, μετέπειτα συζύγου του Αραγκόν) και τον ΄Οσιπ, (θεωρητικό και κριτικό της λογοτεχνίας και της τέχνης). Η Λίλια θα γίνει ο μεγάλος έρωτας του Μαγιακόβσκη. Με τον ΄Οσιπ θα συνεργαστούν και μετεπαναστατικά θα συγκροτήσουν την ομάδα «κομμουνιστών-φουτουριστών» και αργότερα το «Αριστερό Μέτωπο Τέχνης» (ΛΕΦ) που θα ελκύσει πρόσωπα της σοβιετικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Το 1915 γράφει το «Σύννεφο με παντελόνια» (πρώτη πλήρη έκδοση το 1918) έργο που ο ποιητής το αποκάλεσε προγραμματικό για την εποχή του. Επίσης γράφει ένα από τα σημαντικότερα λυρικά του ποιήματα «Στων σπονδύλων το φλάουτο». Το 1916 επιστρατεύεται. Γράφει το ποίημα «O πόλεμος και η ειρήνη». Η προεπαναστατική περίοδος του ολοκληρώνεται με το συνθετικό έργο «Άνθρωπος» και κεντρικό πρόσωπο τον ίδιο.
Η Ρωσία εισέρχεται στον «κατακλυσμό του ΄17» και οι φουτουριστές της Μόσχας στρατεύονται εξ αρχής με το πλευρό της Επανάστασης. Πρώτος απ΄ όλους ο Μαγιακόβσκη θα πλέξει δεσμούς πολυπλοκότατους και γόνιμους μαζί της. Όταν «οι κόκκινοι» βάδιζαν στο χειμερινό ανάκτορο ένα από τα συνθήματα τους ήταν από Μαγιακόβσκη: «Φάτε τους ανανάδες, μασάτε τα ορτύκια. H τελευταία μέρα σας έρχεται, αστοί»
Πολυπράγμων ο Μαγιακόβσκη αναπτύσσει ακαταπόνητη δράση σε πολλαπλούς τομείς ταυτόχρονα. Σχεδιάζει προπαγανδιστικό υλικό για το πρακτορείο ΡΟΣΤΑ (πρόδρομο του σοβιετικού πρακτορείου ΤΑΣ). Αφίσες που αφορούνε τα ποικίλα και άμεσα ζητήματα της σοβιετικής κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης: από τον αγώνα του Κόκκινου Στρατού έως το κάλεσμα για μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού. Επίσης δημοσιογραφεί και γράφει κινηματογραφικά σενάρια (από τα δεκατρία λίγα έγιναν κινηματογραφικές παραγωγές) ενώ παίζει και ο ίδιος σε κάποιες ταινίες. Το Νοέμβρη του 1917 γράφει το πρώτο του μεταεπαναστατικό ποίημα «Tο δικό μας βήμα». Το Μάρτιο του 1918 εκδίδεται το μοναδικό φύλλο της Εφημερίδας των Φουτουριστών. Εκεί ο Μαγιακόβσκη δημοσιεύει τα ποιήματα «Επανάσταση» και το «Το βήμα μας». Στη πρώτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, δημοσιεύει την «Ωδή στην επανάσταση», ποίημα πολεμικής κατά των εχθρών της και ύμνος στη δουλειά. Τον ίδιο χρόνο γράφεται το θεατρικό έργο «Μυστήριο Μπούφο». Παίζεται στο δεύτερο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 1921 δημοσιεύεται το επικό ποίημα του «150.000.000» (μια αλληγορία της αποφασιστικής μάχης 150.000.000 σοβιετικών εργαζομένων ενάντια στις καταστροφικές δυνάμεις της κεφαλαιοκρατίας) το οποίο υφολογικά μεταξύ των άλλων διακωμωδεί το ρωσικό λαϊκό έπος. Ο ίδιος ο Λένιν γράφει ένα υπόμνημα στον επίτροπο δημόσιας εκπαίδευσης, Λουνατσάρσκυ, επικρίνοντας τις φουτουριστικές αντιλήψεις και τη δημοσίευση του «150.000.000».
Ο Μαγιακόβσκη είναι ο φλογερός πρωτεργάτης και εμψυχωτής της ιστορικής συνεύρεσης της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας με την Επανάσταση. Συνδημιουργός της ομάδας «Κομμουνιστών- Φουτουριστών» και μετά του Αριστερού Μετώπου Τέχνης (ΛΕΦ) το 1923 ((Τρετιακόφ, Ρότσενκο, Λαβίνσκι κ.α.), θα συσπειρώσει, στην υποστήριξη του μπολσεβίκικου καθεστώτος, πρόσωπα με διαφορετική καλλιτεχνική προέλευση. Θα γράψει: «Οργανώνουμε το ΛΕΦ. Το ΛΕΦ είναι η κάλυψη των μεγάλων κοινωνικών θεμάτων από όλα τα πυροβόλα του φουτουρισμού».Η τέχνη για την αντίληψη του Μαγιακόβσκη «δεν πρέπει ν΄ αντανακλά σαν το καθρέφτη, μα σαν φακός να μεγεθύνει». Η αυτό-αναφορά, η μεγέθυνση και η υπερβολή αποτελούν θεμελιακα στοιχεία του ποιητικού του συστήματος μέσα στο οποίο γιγαντώνεται τόσο το δοξαστικό του ονείρεμα όσο και παράλληλα το υπαρκτό κάθε φορά τελετουργικό του δράμα, τόσο το μεταπλαστικό του μεγαλείο όσο και η μεγαλειώδης αγωνία του. Και στο Μαγιακόβσκη αυτή η αέναη μάχη για την καταλαγή της αγωνίας και την επανακατάκτηση, πέρα από τη «απώλεια», της γαλήνης, διεξάγεται με τα προωθητικά της προγεφυρώματα σε διαβάσεις συνοριακές. Ανάμεσα στο φόβο και στο όραμα, ανάμεσα στον άνθρωπο και στο κόσμο, ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον.
Το 1924, μετά τον θάνατο του Λένιν, ολοκληρώνει το μεγάλο συνθετικό του ποίημα "Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν", που είχε αρχίσει να το γράφει από το 1923. Ταξιδεύει στο εξωτερικό κυρίως σαν ανταποκριτής της εφημερίδας «Ιζβέστια». Γαλλία, Κούβα, Μεξικό, ΗΠΑ, προπαγανδίζοντας τη νέα σοβιετική κοινωνία. Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς την οποία αποκτά μια κόρη την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929 όταν ξανάδε την Τζόουνς στη Γαλλία. Το 1925 Μαγιακόβσκη έκανε επίσης μια από τις ελάχιστες παρεμβάσεις του στη σφαίρα της ουτοπιστικής επιστημονικής φαντασίας με το ποίημά του «Ιπτάμενος Προλετάριος». Ανάμεσα στα άλλα στο έργο αυτό αναφέρεται κατά το έτος 2125 μια γιγάντια αερομαχία, με ακτίνες θανάτου, μεταξύ του σοβιετικού προλεταριάτου και των αμερικανικών πολεμικών αεροπορικών δυνάμεων. Επίσης αναφέρεται σε ένα μέλλον με αυτοματοποιημένη τεχνική, με την εργασία να είναι πλήρως μηχανοποιημένη, όπου κάθε εργαζόμενος ενεργοποιεί μόνο ένα πληκτρολόγιο!
Στις 27 Δεκέμβρη του 1925 αυτοκτονεί ο ποιητής Σεργκέι Γιεσένιν. Ο Μαγιακόβσκη γράφει το ποίημα " Στο Σεργκέι Γιεσένιν”. Οι τελευταίοι στίχοι λένε:
Σ' αυτή τη ζωή
δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις.
Να φτιάξεις τη ζωή
είναι πολύ δυσκολότερο
...
Το 1927 με αφορμή τα δέκα χρόνια της επανάστασης ο Μαγιακόβσκη γράφει το συνθετικό ποίημα "Καλά!" Το 1928 έρχεται η απογοήτευση όταν επισκέπτεται το Παρίσι και ερωτεύεται τη Τατιάνα Γιακόβλεβα. Ήθελε να τη νυμφευθεί αλλά αυτή αρνήθηκε.
Το σταλινικό, πια καθεστώς αντιμετωπίζει τη δράση του ΛΕΦ ως «φορμαλιστική» και «αντιδραστική». Θέτει συνεχώς εμπόδια στη δουλειά του Μαγιακόβσκη. Λογοκρίνει τα έργα του και είτε δημοσιεύονται με μεγάλη αργοπορία είτε απορρίπτονται. Το 1928 γράφει το «Κοριό» και το 1929 το «Λουτρό», τα οποία ήταν και τα δυο τελευταία θεατρικά του έργα. Τα οποία κυνηγήθηκαν μεθοδικά το ίδιο όπως και η «έκθεση για την 20χρονη δημιουργία του» ώστε να αποτύχει (δέκα ημέρες πριν αυτοκτονήσει). Στο «Κοριό» και στο «Λουτρό» είναι φανερή η πρόθεση του να έρθει κατά πρόσωπο και να αντιπαλέψει ενάντια σε όλη τη περιρρέουσα αποπνικτική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που συμβολικά προσωποποιείται μεταξύ των άλλων στον χυδαία φιλόδοξο και ευκαιριοθηρικό ρόλο του εργάτη Πρισίπκιν μέσον του οποίου διακωμωδείται και ψέγεται η μετεπαναστατική προλεταριακή αριστοκρατία, το γήρας της επανάστασης, η καινούργια «ρεαλιστική» παντοδύναμη κατάσταση που αντικειμενικοποιούταν με την Νέα Οικονομική Πολιτική. Όμως τα μέσα και τα υλικά άμυνας του Μαγιακόβσκη ήταν αυτά που διέθετε το «ιστορικό λατομείο» αυτής της πρωτόγνωρης μεταβατικής εποχής. Και κάποια από αυτά τα υλικά ήταν οι βασικές πεποιθήσεις της υποταγής του Προσωπικού στο Συλλογικό και της αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε Επαναστατικότητα και Κομματικότητα. Ως προς το πρώτο ο φουτουριστής Μαγιακόβσκη απαξιώνει τα «ρομάντσα» και τις συναισθηματικές σειρήνες γενικά καθώς ίσως αισθάνεται πως οφείλει να «δολοφονήσει» τις δικές του σειρήνες αυτές που είναι μέσα του. «πνίξτε τα καναρίνια πριν τα καναρίνια πνίξουν το κομμουνισμό» θα πει. Τούτη η αυτό-φίμωση όμως δεν έγινε κατορθωτή. Ο Μαγιακόβσκη δεν κατάφερε να εκτελέσει το δικό του καναρίνι παρά μονάχα αυτό που μπόρεσε ήταν η αυτο-εκτέλεση του. Ως προς το δεύτερο- καθώς είναι αδύνατο να δει πως η κύρια απειλή υπόσκαψης της επανάστασης δεν ήταν τόσο τα παρακμιακά παράσιτα της σοβιετικής πραγματικότητας αλλά κυρίως οι νέες εξουσιαστικές υποκειμενικότητες και η λειτουργική τους διάταξή μέσα στους μηχανισμούς του «σοσιαλισμού του κράτους και του κόμματος» - η ταυτόχρονη και απελπισμένη υπεράσπιση της κομματικής του «ταυτότητας» συνιστά το τελευταίο του χαράκωμα. Από κει θα προβεί και στο έσχατο διάβημα. «Δεν πρόκειται να το κουνήσω από δω. Μπας και νομίζεις πως μ΄ αρέσει όλη αυτή η βρόμα και η κουρελαρία; Όχι, αλλά εμείς βλέπεις είμαστε πολλοί. Όσες κόρες κι αν γεννήσουν οι μικρέμποροι της ΝΕΠ δεν φτάνουν για όλους μας. Θα χτίσουμε σπίτια και θα προχωρήσουμε όλοι μαζί. Μα ό,τι και αν γίνει δεν πρόκειται να βγούμε με άσπρες σημαίες από αυτό το χαράκωμα». Και βέβαια δεν βγήκε... Αρχές του 1930,έπειτα από χρόνιες συνεχείς συγκρούσεις με το «Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων» (ΡΑΠΠ) αποφασίζει να ενταχθεί. Μια ένταξη που δεν του πρόσφερε τίποτα και που μάλλον τον μπέρδεψε και τον αποδιοργάνωσε περισσότερο..
Στις 10:15 π.μ. στις 14 Απριλίου 1930, αυτό-πυροβολείται και πεθαίνει στο γραφείο του στη Μόσχα. Άφησε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα γραμμένο στις 12 Απριλίου, που δημοσίευσε η «Πράβντα» στις 15 του Απρίλη.
Σε όλους
Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με- αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναιη Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές και η
Βερόνικα Βιτόλοτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή,ευχαριστώ.
Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
“Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν” καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μαςκαι δεν έχει νόημα να καταγραφούνε
κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.
Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια - δώστε τα
στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.
Ο «Ρωσικός Σύνδεσμος Προλεταρίων Συγγραφέων» στη νέα «μετοίκιση» του μεγάλου ποιητή της Σοβιετικής Επανάστασης αυτό που αμήχανα μπόρεσε να ψελλίσει ήταν πως «δεν έχει καμιά σχέση». Οι κομματικοί εξουσιαστές απέδωσαν την αυτοκτονία σε λόγους προσωπικούς («ερωτική απογοήτευση»). Ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε χαρακτηρίζοντάς τον ποιητή «Φορμαλιστή», «Συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού». Η Λίλια Μπρικ γράφει στο Στάλιν ζητώντας του την αποκατάσταση του Μαγιακόβσκη. Ο Στάλιν ανταποκρινόμενος τον αποκαλεί «καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής». Αυτό είναι ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόβσκη» θα πεί ο φίλος του Μπόρις Πάστερνακ. Ιδρύματα, δρόμοι και πλατείες παίρνουν το όνομα του. «Πετρωμένος» πια ο ποιητής μπορεί να σωπαίνει...
Ο υπεραισιόδοξος φουτουρισμός του Μαγιακόβσκη απαίτησε από νωρίς την αυτο-πυρπόληση του ποιητή που ένιωθε να σηκώνει δυο αβάστακτα φορτία. Την επαναστατική απελπισία και την απελπισία της επανάστασης.. Το νεανικό του έργο «Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Μια τραγωδία» ήταν φαίνεται η δραματουργική προαναγγελία τούτης της αυτο-πυρπόλησης που ως εντελέχεια αμετάκλητη κορυφώθηκε τελεσίδικα στη στιγμή του αυτο-πυροβολισμού.
Μήπως εσείς
θα καταλάβετε γιατί
εγώ γαλήνιος,
κάτω από των σαρκασμών τις καταιγίδες,
στο δείπνο των επερχόμενων χρόνων
κομίζω τη ψυχή μου πάνω σ΄ ένα δίσκο;
Ανώφελο δάκρυ κυλώντας
απ΄ των πλατειών το κακοξυρισμένο μάγουλο,
είμαι ίσως
ο τελευταίος ποιητής.
(μτφ. Γιάννης Ρίτσος)
Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη θα επιρρεάσει με το έργο του τα μεγαλύτερα ονόματα της ρωσικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και με το θάμβος του θα «ακουμπάει» και θα μένει παντοτινά στις «ψυχές»-«σύννεφα» αυτών που επιμένουν και να ονειρεύονται και να δρουν για ένα απελευθερωμένο κόσμο. Από άλλη ατραπό, μέσα από τη τραγωδία του αγώνα και την πανανθρώπινη θέληση να μετουσιώσει όλα τα σκοτάδια σε μέρες ηλιόλουστες, μέσα από την ανεπανάληπτη γλώσσα της τέχνης του, θα ΄ναι πανταχού παρόν στων αιώνων τη ποίηση.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
-1912: «Χαστούκι στο γούστο του κοινού» μανιφέστο του Φουτουρισμού), «Πρωί», «Νύχτα» (ποιήματα).
-1913: «Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη.Μια τραγωδία»(θεατρικό).
-1915-1916: «Σύννεφο με παντελόνια», «Στων σπονδύλων το φλάουτο», «Ο αδέσποτος σκύλος», «Ο πόλεμος και η ειρήνη», «Ο αυτο-αγαπώμενος συγγραφέας» (ποιήματα).
-1916-1917: «Ο άνθρωπος» (ποίημα).
-1917-1918: «Tο δικό μας βήμα» (ποίημα), «Επανάσταση» (ποιητικό χρονικό), «Μυστήριο Μπούφο» (θεατρικό).
-1918: «Ωδή στην Επανάσταση» (ποίημα), «Σταρίσια λέξη» (συλλογή).
-1919: «Αριστερό Εμβατήριο» (ποίημα).
-1921: «150.000.000» (ποίημα,δημοσιεύτηκε ανώνυμα).
-1922: «Παρασυνεδριαζόμενοι» (σατιρικό ποίημα).
-1923: «Αγαπώ», «Γι΄ αυτό», «Παρίσι» (ποιήματα).
-1924: «Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν», «Ιωβηλαίο» (ποιήματα).
-1925-1926: «Ξελασπώστε το μέλλον», «Στο Σεργκέι Γιεσένιν», «Ιπτάμενος Προλετάριος»(ποιήματα), «Η δική μου Αμερική» (ταξιδιωτικό), «Πώς γίνεται η ποίηση» (πεζογράφημα).
-1926-1927: «Καλά!» (ποίημα), Σειρά σεναρίων για τον κινηματογράφο.
-1928: «Ο κοριός» (θεατρικό).
-1929: «Το Λουτρό» (θεατρικό).
-1930: «Μ΄ όλη μου τη φωνή» (ποίημα).
-----------------
ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ
ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟ
Σ΄ εσένα Λιλή
Πρόλογος
Τη σκέψη σας που 'νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στη ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας το κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.
Θέλετε-
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θάμαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύννεφο με παντελόνια.
……………..
Ι
……………..
Άξαφνα
Οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
Μπήκες εσύ,
Απότομα σαν ένα «παρ΄ το»
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κι΄ είπες:
«Ξέρετε-
παντρεύομαι».
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε-τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
Ενός νεκρού.
…………………
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ΄ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό-μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
……………………
Στερνή κραυγή-
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ΄ τη φλόγα που σε καίει,
ν΄ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!
ΙΙ
Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ΄ όλα που έχουν γίνει
Βάζω «μηδέν».
……………………..
Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανα του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
Η πολιτεία αμπάρωσε το δρόμο με σκοτάδι.
Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δυο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
«τσογλάνι»,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
«ψωμί».
Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα και στ΄ αναφυλλητά
λακήσαν απ΄ το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεχτα τα τσουλούφια τους.
«Πως με δυο τέτοιες λέξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;»
Και πίσω από τους ποιητές
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
………………..
Ακούστε!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά και ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμείς
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα και ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
………………………….
Εμείς,
καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
……………………..
Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ΄ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
……………………….
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξεριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κι έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.
ΙΙΙ
ΈΪ, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν ειν΄ κανείς σας δίχως χέρια
νάρθει να χτυπηθεί με κουτουλιές.
……………………….
Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Όλα πια είναι μια τρέλλα.
……………………..
Μαρία,Μαρία,Μαρία.
Άσε με νάμπω Μαρία,
Δεν μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις-
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
-πάλι-
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ΄το χτεσινό σου χάδι.
……………………….
Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.
Κοιτάχτε-
αποκεφάλισαν ξανά τ΄αστέρια-
ματωμένος ουρανός σαν σφαγείο.
Έϊ, εσύ! Ουρανέ!
Βγάλ΄ το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.
Ησυχία!
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ΄τα τσιμπούρια των άστρων.
(Μαγιακόβσκη Ποιήματα-Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος
-"Κέδρος" 1978)
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η Ζωή του Μαγιακόβσκη
…………………..
Τον χρυσό μόσχο των αυτοκρατοριών κλονίζουνε οι επαναστάσεις,
τ΄ ανθρώπινο κοπάδι αλλάζει μακελάρη,
όμως εσένανε άρχοντα των καρδιών μη εστεμμένε
καμιά ανταρσία δεν σε αγγίζει.
………………………
Ο Μαγιακόβσκη στους Αιώνες
………………………….
Με το λαιμό πιασμένο στη θηλειά των ακτίνων
θα συρθώ ανάμεσα στο φλεγομενο θέρος.
Αιώνες έρωτα
σαν χειροπέδες
κουδουνίζουν στα χέρια μου...
Τα πάντα θα χαθούνε
θα εκμηδενιστούνε
κι εκείνος
που κινεί ζωή
θα χρησιμοποιήσει την ύστατη ακτίνα
του ύστατου ήλιου
ενάντια στο σκοτάδι των πλανητών
κι απομένει μονάχος
ο πόνος μου
ο πιο οξύς.
Ζωσμένος φλόγες
μένω
πάνω στην άσβεστη πυρά
του ακατόρθωτου έρωτα.
(ο.π.π.- αποδ. Γιάννης Ρίτσος)
ΞΕΣΥΝΕΔΡΙΑΣΜΕΝΟΙ
Μόλις η νύχτα γίνει αυγή,
βλέπω καθημερινά:
κάποιος στη διεύθυνση,
κάποιος στην επιτροπή,
κάποιος στην πολιτική,
κάποιος στη μορφωτική,
στα ιδρύματα ο λαός σκορπά.
Οι χαρτοϋποθέσεις πέφτουν βροχή,
μόλις στο κτίριο περάσεις:
ξεχωρίζοντας καμιά πενηνταριά –
τις πιο σοβαρές! –
οι υπάλληλοι σκορπάνε στις συνεδριάσεις.
Εξανίσταμαι:
«Δεν μπορούν ακρόαση να μου παραχωρήσουν;
Γυρίζω από την τάδε εποχή». –
«Ο σύντροφος Ιβάν Βάνιτς συνεδριάζει –
στην Τεό και Γκουκόνα».
Οργώνεις σκάλες εκατό.
Ο κόσμος σκοτεινιάζει.
Πάλι:
«Παρήγγειλαν να ‘ρθείτε σε ώρα μία.
Συνεδριάζουν:
Μελανοδοχείων αγορά.
Για τον Επαρχιακό Συνεταιρισμό».
Σε ώρα μία:
Ούτε γραμματέας,
ούτε γραμματίνα πια –
άδεια!
Όλοι μέχρι 22 ετών
στη συνεδρίαση της Κομσομόλ.
Έχει νυχτώσει, σκαρφαλώνω ξανά
στο πάνω πάτωμα του εφταώροφου κτιρίου.
«Ήρθε ο σύντροφος Βάνιτς Ιβάν;» -
«Είναι στη συνεδρίαση
του α-β-γ-δ-ε-ζ συνεργείου».
Μανιασμένος
για τη συνεδρίαση
σαν χιονοστιβάδα ορμάω,
άγριες κατάρες στο δρόμο ξερνάω.
Και βλέπω:
κάθονται άνθρωποι μισοί.
Ω διαολόπραμα!
Που είναι το άλλο μισό;
«Τους σφάξανε!
Τους σκοτώσαν!»
Τρέχω ουρλιάζοντας.
Από τη φοβερή εικόνα σάλεψε το λογικό.
Κι ακούω
Την ηρεμότατη φωνούλα του γραμματέα:
«Βρίσκονται σε δυο συνεδριάσεις ταυτοχρόνως.
Σε μια μέρα
συνεδριάσεις είκοσι
πρέπει να προφτάσουμε.
Έτσι αναγκαζόμαστε να κοβόμαστε στα δυο.
Μέχρι τη μέση εδώ,
και το υπόλοιπο
εκεί».
Απ’ τη συγκίνηση ο ύπνος δε με πιάνει.
Νωρίς το πρωινό.
Με τα’ όνειρο την πρώιμη αυγή προϋπαντώ:
ακόμα
μία συνεδρίαση
για να καταργηθούνε όλες οι συνεδριάσεις!».
(μτφ. Χρήστος Τρικαλινός
Από τον ιστότοπο: Πολιτικό Καφενείο)
ΛΕΝΙΝ
Χρόνε, θ' αρχίσω την ιστορία του Λένιν.
Πέρασαν οι μέρες της δυστυχίας.
Πάει καιρός που ο πόνος κοφτερός
έχει γίνει πια ένα κακό παλιό και καθάριο.
Χρόνε, κάνε να ξανατρικυμίσουν οι φράσεις
του Λένιν.
Αρμόζει να λυθούμε σε κοπετούς
όταν ο Λένιν μένει πάντα πιότερο από κάθε άλλον
Ζωντανός;
Γνώση μας είναι η δύναμη και τ' άρματα.
Οι άνθρωποι; Βάρκες έξω απ' το νερό.
Ένα πλήθος από μικρές αχιβάδες
που δεν έχουνε γεννήσει ακόμα απογόνους
Κολλούν παντού στα όστρακα τους.
Και μετά,σαν έχουνε διασχίσει το θυμωμένο
μπουρίνι,
κάθονται στον ήλιο
Για να καθαρίσουν τα πράσινα από τα φύκια γένια
τους.
Εγώ, καθαρίζομαι στο φως του Λένιν
για να οδηγήσω πιο μακριά την επανάσταση.
Φοβάμαι αυτούς τους στίχους που 'χω μπροστά μου
κατά εκατοντάδες
όπως ένα μικρό παιδί μπροστά στη ψευτιά.
Αν κάνουν πάνω στο κεφάλι του ένα φωτοστέφανο,
φοβάμαι μήπως σκεπάσουν
τ'αυθεντικό, τ'ανθρώπινο και το σοφό
το απέραντο μέτωπο του Λένιν.
Φοβάμαι τις λιτανείες, τα μαυσωλεία,
το θαυμασμό, τ' αγάλματα του,
μην πάει και πνίξουν, κάτω απ' τη γλυκιά γιορτή,
το Λένιν και την απλότητα του.
Τρέμω γι' αυτόν όπως τρέμω για τη κόρη
του ματιού μου!
Αλίμονο στο ψέμα! Στο ιδεώδες των ζαχαροπλαστών!
Η καρδιά εκλέγει και το καθήκον υπαγορεύει:
Θα γράψω.
Όλη η Μόσχα: ο κρότος δονεί το παγωμένο έδαφος.
Στα μαγκάλια, όλοι αυτοί που άσκημα ξεπάγιασαν
τη νύχτα.
Τι έχει κάνει; Ποιος είναι κι έρχεται από πού;
Γιατί γι' αυτόν όλες ετούτες οι τιμές;
Απ' τη μνήμη μου βγαίνουν οι λέξεις, η μια ύστερα
απ' την άλλη.
Τι φτώχεια, εδώ κάτου, στο ατελιέ των λέξεων!
Που να ψαρέψεις κείνη που αρμόζει πιότερο;
Έχουμε μέρες εφτά,
έχουμε δώδεκα ώρες.
Δε ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του.
Ο θάνατος δε ξέρει να ζητάει συγγνώμες.
Tα πάμε κιόλας άσχημα με το εκκρεμές,
βρίσκουμε, εμείς οι καταχθόνιοι, το ημερολόγιο:
λέμε η εποχή
και λέμε το παρελθόν.
Κοιμόμαστε τη νύχτα
κινούμαστε τη μέρα.
Μας αρέσει να πίνουμε νερό
και μάλιστα αν είναι το νερό μες στο δικό μας
το ποτήρι.
Κι αν ένας για όλους γίνεται
κύριος της παλίρροιας των πραγμάτων,
τον ονομάζουμε προφήτη,
τον ονομάζουμε ιδιοφυΐα.
Είμαστε χωρίς σκοπό,
πρέπει να μας σφυρίξουν για να κατεβούμε.
Απ' τη στιγμή που αρέσεις στη γυναίκα σου,
είσαι κιόλας ευχαριστημένος,
Κι αν δημιουργηθεί, ψυχή και κορμί ενωμένα,
κάποιος που να μην είναι στα μέτρα μας,
τραβιόμαστε: «Έχει έναν αέρα βασιλικό!»
Γιομίζουμε έκπληξη: «Είναι ένα Δώρο του Θεού!»
Είναι, έτσι που λέμε, ούτ' έξυπνο, ούτε κουτό.
Λέξεις στον αέρα που εξατμίζονται, καπνοί.
Τι μπορεί κανείς να βγάλει από τέτοια κούφια
καρύδια;
Τούτο δε μιλά μήτε στη καρδιά, μήτε στην αφή.
Πώς να μετρήσεις τον Λένιν μ' αυτή τη μεζούρα;
Σάμπως ο καθένας δεν τον είδε με τα δικά του
τα μάτια,
Αυτόν που μπήκε στο σπίτι μας, δίχως
τα κουφώματα ν' αγγίξει;
Θάταν ακόμα πιθανό
ο Λένιν να μιλά σαν ένας «ελέω Θεού αρχηγός»;
Κι αν ακόμα ήταν ηγεμονικός και θεϊκός,
όλος θυμό και δίχως να συγκρατιέται,
εγώ θάμουν βαλμένος ανάμεσα σε συνοδείες,
ενάντια στο πλήθος και στους θαυμαστές.
Θε να 'χα βρει τις λέξεις που ταιριάζουν για κατάρες.
Ποδοπατημένος εγώ, ποδοπατημένες κι οι κραυγές μου,
θα 'χα πετάξει βλαστήμιες προς τον ουρανό,
Στο Κρεμλίνο τάχα εξακοντίζει τη βόμβα: Κάτω!
Αλλά ο Τζερτζίνσκι με βήμα σταθερό ακολουθεί
το φέρετρο.
Θα μπορούσε ν' αφήσει τα πόστα της η Τσεκά.
Από μάτια μιλιούνια κι απ' τα δυο τα δικά μου
ρυάκια από δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα.
Για το Θεό, τίποτα το νέο σε τέτοιες τιμές.
Όχι σήμερα! Η λύπη είναι αληθινή
στη παγωμένη καρδιά:
θα θάψουμε τον πιο απλό άνθρωπο
απ' όλους όσους έζησαν στη γη.
Απλός ναι, αλλ' όχι σαν κι αυτούς
που το βλέμμα τους
πηγαίνει να καταλήξει στη λεκάνη τους.
Με μια μάτια που επόπτευε ολάκερη τη γη,
αγκάλιαζε αυτό που ο χρόνος σκέπαζε ξανά.
Σαν κι εσάς και σαν εμένα, ίδιος κι απαράλλαχτος,
μόνο που στην άκρη των ματιών του,
ο στοχασμός περσότερο ζαρώνει το πετσί,
και που τα χείλια του είναι πιο σκληρά κι ειρωνικά.
Δεν είχε τη σκληράδα του σατράπη πάνω στ' άρμα
που σε συντριβεί με μια μόνο κίνηση
των χαλιναριών.
Ανθρώπινος, τρυφερός για το σύντροφο,
για τον εχθρό, η σκληράδα του σίδερου.
Είχε, όπως έχουμε και 'μεις, αδυναμίες,
κι είχε γιατρευτεί απ' τις αρρώστιες,
δίχως ποτέ να πλαγιάσει.
Έτσι, εμένα το μπιλιάρδο, το μάτι μου γυμνάζει.
Γι' αυτόν ήταν σκάκι, των αρχηγών το ταιριαστό παιχνίδι.
Και περνώντας απ' το σκάκι
στον πραγματικό εχθρό,
αλλάζοντας μ' ανθρώπους τα χτεσινά τα πιόνια
έβαλε την εργατική δικτατορία
πάνω από τις φυλακές και τα κάστρα
ΣΤΟ ΣΕΡΓΚΕΪ ΓΙΕΣΕΝΙΝ
Πήγατε
καθώς λεν
στον άλλο κόσμο.
'Αδειο...
Πετάτε
στ' άστρα, στις νεφέλες...
Δεν έχει δανεικά πια
ούτε μπίρες.
Νηφάλιος.
'Οχι Γιεσένιν
δε σας
κοροϊδεύω
κόμπος
η λύπη στο λαιμό μου
όχι το γέλιο.
Σας βλέπω -
με ανοιχτές τις φλέβες σταματάτε,
το σακούλι
με τα δικά σας κόκαλα
βαστάτε.
Μη!
Προς Θεού!
Σας έστριψε τελείως;
Να γίνουν τα μάγουλά σας θέλετε
θανάτου εκμαγείο;
Εσείς
που είσαστε ο πρώτος ο νταής
όπως
στον κόσμο αυτό
κανείς;
Για ποιο σκοπό;
Γιατί;
Απορία φριχτή.
Οι κριτικοί μπουρδολογούν:
Φταίει τούτο
φταίει τ' άλλο
και το πιο σημαντικό
το 'χε χάσει το μυαλό
απ' τις πολλές μπίρες
τα κρασιά...
Λένε
πως αν αφήνατε
τα μποεμιλίκι' αυτά
και στην εργατική σας τάξη
μένατε κοιτά
θα είχατ' επηρεαστεί
δε θα 'σαστε συνέχεια σε καβγά.
Πώς δηλαδή
η τάξη η εργατική
σβήνει τη δίψα της με κβας;
Δε θέλει
κι αυτή να πιει;
Είναι βλαξ;
Λένε
πως αν σας κόλλαγαν
απ' ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΜΑΣ
κανά χαφιέ
τα ποιήματά σας
θα είχανε
πραγματικό εφέ,
και θα
γράφατε
την ημέρα
στίχους εκατό
κουραστικούς
κι ατέλειωτους
σαν του Ντορονίν το λυρισμό.
Εγώ όμως λέω
πως αν από τέτοι' ακράτεια
έπασχ' η ποίησή σας
θα είχατ' από καιρό
βάλει τέρμα στη ζωή σας.
Είναι θαρρώ καλύτερο
απ' τη βότκα να πεθάνεις
παρά από ανία!
Το μυστικό
του χαμού σας
δε θ' ανοίξουν πια
ούτε ο σουγιάς
ούτε η θηλειά.
Αλλ' ίσως
αν υπήρχε
μελάνι στο ΑΓΓΛΙΑ
να κόψτε
τις φλέβες
δε θα υπήρχ' αιτία.
Περιχαρείς οι μιμητές σου:
Μπιζ! Ζήτω!
Ολόκληρη στρατιά
αυτόχειρων
σα να 'σερνες ξωπίσω!
Γιατί αλήθεια
ν' αυξήσεις
τις τόσες αυτοκτονίες
και συ να πεθάνεις;
Καλύτερα
ν' αυξήσεις
την παραγωγή μελάνης!
Για πάντα
τώρα
η γλώσσα
πίσω απ' τα δόντια θα 'ναι αμπαρωμένη.
Βαρύ
κι ανάρμοστο να τ' αγγίξεις
το μυστήριο μένει.
Του λαού
του γλωσσοπρωτομάστορα
του πέθανε
ο αηδονόλαλος
ο ρέμπελος ο μαθητής!
Και κουβαλούν
των στίχων τη νεκρική σαβούρα
από παλιές
κηδείες
χωρίς σχεδόν καμι' αλλαγή
ρίμες στομωμένες
στιβάζουν στην ταφή.
Για το μνημείο σας
το μέταλλο ακόμα δεν εχύθη,
πού είναι
του μπρούντζου ο βρόντος
η γραμμή του γρανίτη;
Πίσω απ' της μνήμης
τη μαύρη σιδεριά
σωρός
τ' αφιερώματα
και τ' αναμνηστικά σκατά!
Τ' όνομά σας
στο μαντίλι
με τη μίξα του σκουπίζει
τον λόγο σας
ο Σομπίνοβ σαλιαρίζει
και κάτω
από μια ψόφια σημυδούλα μουρμουρίζει:
"Ούτε μια λέξη, ω φίλε μου,
ούτε ένα αχ!"
Αααχ!
και να τα λέγαμε ένα χεράκι
με τον κύριο Λεωνίδα Λοενγκρινάκη!
Είναι να σηκωθεί κάνεις
τιμωρός
και να βροντοφωνήσει:
"Δεν επιτρέπω
τους στίχους αυτούς
κανείς να τους ψελλίσει
Και να τους τσαλαπατήσει!"
Είναι να σφυρίξει
με τα τρία δάχτυλα στο στόμα
ως να κουφαθείτε:
'Αει γαμηθείτε
Εσείς κι η γιαγιά σας
ο Θεός, η ψυχή σας
κι η μανούλα σας ακόμα.
Για να σκορπίσει
η ατάλαντη κοπριά
ν' ανοίξει
το σκοτάδι
το σακάκι του
πανιά
να γίνει
καπνός
κυνηγημένος ο Κογκάν
και συφορά του
όποιος συναπαντήσει
τις μύτες
του μουστακιού του που τρυπάν!
Η βρωμιά
ακόμη
δεν έχει αραιώσει.
Δουλειά πολλή...
Μονάχα να προλάβουμε.
Τη ζωή
πρέπει απ' την αρχή
να ξανακάμουμε
κι όταν την ξαναχτίσουμε
τότε θα την υμνήσουμε.
Τούτοι είναι
δύσκολοι καιροί για την πένα.
αλλά πέστε μου
εσείς
άτομα σακατεμένα
πού
πότε
είδατε μεγάλο κανένα
να διαλέγει
δρόμο πατημένο
κι εύκολο;
Ο λόγος είν' ο στρατηλάτης
της δύναμης του ανθρώπου.
Εμπρός!
Το παρελθόν με μπάλες κανονιού
να κομματιάσουμε επιτόπου.
Και στις μέρες τις παλιές
να φέρει ο αέρας
μόνο μαλλί ανακατεμένα
σγουρά.
Για γλέντια
ο πλανήτης μας
διόλου δεν έχει εξοπλιστεί.
Πρέπει
ν' αδράξει
τη χαρά
απ' το μέλλον το απώτερο.
Σ' αυτή τη ζωή
δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις.
Να φτιάξεις τη ζωή
είναι πολύ δυσκολότερο.
μτφ: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ
Από το ιστολόγιο: Ποίημα για σένα)
EΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-τη πιο διάφανη απ' όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα
(Από τον ιστότοπο: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ)
ΥΠΑΛΛΗΛΑΡΑ
Εμφανίστηκαν
νέοι
Καλοαναθρεμμένοι άνθρωποι –
του ΜΟΠΡ
σήματα χρυσά
Του στολίζουν το στήθος.
Κομματικό κουνούπι
από το ΜΚΚ
δεν θ’ αγγίξει
Του παλικαριού
τη μύτη:
Έγκαιρα
είναι γραμμένη
άλλη γραμμή
συνδικαλιστική
και κομματική
και άλλη συνδρομή.
Τίμιος είναι,
σαν τίμιο βόδι.
Στη θέση
τη δική του
ρίζωσε
και τίποτα
δε βλέπει
πέρα
Απ’ τη δική του μύτη.
Τον κομμουνισμό
τον έμαθε απ’ το βιβλίο.
παπαγαλίζοντας κάθε «ισμό»,
αυτός
τέλειωσε για πάντα
με τις σκέψεις
για τον κομμουνισμό!
Γιατί να κοιτάξει παραπέρα;!
Την εγκύκλιο
θα καθίσει
να περιμένει.
-Εμείς, λοιπόν,
δε χρειάζεται
να σκεφτούμε,
‘όταν
σκέφτονται οι ηγέτες.
Των μικροεργασιών
τις παρωπίδες
τις φόρεσε
στα δυό του
μάτια,
για να δουλεύει
πιο καλά,
ήσυχα
και στενοκέφαλα.
Ημέρα – σταθμός
σπατάλης και κολακείας,
ημέρα,
με πεδίο για τους γλείφτες, -
αυτό
είναι γι’ αυτόν
ο πιο καλός
σοσιαλισμός.
Της κομμούνας
το δρόμο
δεν θα περάσεις
μ’ αυτό το ψωράλογο,
λες κι έχει γίνει
ειδικά
για υπαλληλικές δουλίτσες.
Λάμπουν
τα σήματα τα χρυσά,
περήφανα,
φουσκώνουν
τα στήθη,
κυκλοφορούν
σιωπηλά
οι νέοι
προσαρμοσμένοι άνθρωποι.
Στα κούτσουρα
Ρίχνουν άγκυρα
εκεί
που τα νερά είναι ήρεμα…
Και τον τοίχο
διακοσμούν
ο Καρλ κι ο Μαρλ και τα γενάκια.
Κι εμείς παιδευόμαστε μην ξέροντας,
τι να την κάνουμε
την τιμιότητά τους:
Κομσομόλε,
που ζεις
σ’ αυτή την ηλικία,
το οχτωβριάτικο
όζο
ανασαίνοντας,
να θυμάσαι,
πώς κάθε μέρα –
είναι σταθμός,
για του στόχου
το δρόμο
καθώς προχωράς.
Δεν είναι δικοί μας –
αυτοί
που στα πισινά του χρόνου
κόλλησαν
τα κεφάλια τους
σαν σε μέλι,
να είσαι κομμουνιστής –
σημαίνει ν’ αποτολμάς,
να σκέφτεσαι,
να θέλεις,
να μπορείς.
Σε μας
ακόμα
Εδέμ και Παράδεισος δεν είναι –
η μικροαστική
αράχνη η μουχλιασμένη.
Δουλεύοντας,
τα μικροπράγματα να συγκρίνεις,
με τον τεράστιο
στόχο που έχουμε βάλει.
(μτφ. Χρήστος Τρικαλινός
Από τον ιστότοπο: Πολιτικό Καφενείο)
Μ΄ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΦΩΝΗ
Αξιοσέβαστοι
απόγονοι σύντροφοι!
Καθώς θα σκάβετε
την απολιθωμένη
σημερινή κοπριά,
των ημερών μας μελετώντας τα σκότη,
μπορεί
και να ρωτήσετε
για με καμιά φορά.
…………..…
Βγάλ΄ το ποδήλατο-γυαλιά σου,
καθηγητά μου!
Μονάχος μου θα πω
και για την εποχή μου
και για τον εαυτό μου-άστα συ.
Ένας βοθροκαθαριστής
και νερουλάς μαζί
'ναι η αφεντιά μου,
που εκλήθηκα
κ' επιστρατεύτηκα απ' την επανάσταση.
……………..
Οσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ' απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, σύντροφοι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δεν μούφεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία.
Κ' εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ' άλλο χρεία
Όταν θα παρουσιαστώ
Στου φωτεινού σας
Μέλλοντος
την Κ.Ε.,
Θάρθω, πάνω απ' τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλων μου των
κομματικών βιβλίων
(ο.π.π.- αποδ. Γιάννης Ρίτσος)
Εδώ
να το εργαστήριο των ανθρωπίνων αναστάσεων
ο ήρεμος χημικός
με το μεγάλο μέτωπο
που συνοφρυώνεται πριν απ' το πείραμα.
Ενα βιβλίο.
΄Ολη η Γη.
Ζητά ένα όνομα.
Εικοστός αιώνας.
Ποιος ν΄ αναστήσει;
-Τον Μαγιακόβσκη;
Ας ψάξουμε για κάναν άλλο πιο όμορφο.
Ετούτος ο ποιητής δεν είναι και σπουδαίος.
Όμως απ΄ τη σελίδα αυτή
όπου βρίσκεται
σήμερα εγώ φωνάζω:
-Μη γυρίζεις φύλλο.
Εμένα πρέπει ν΄ αναστήσεις
Βάλε μου πάλι μια καρδιά!
Ένα κύμα αίμα
ως τις ελάχιστες φλεβίτσες.
Κάνε να μου ξαναβλαστήσει η σκέψη στο κρανίο!
Δεν έζησα το γήινο μερτικό μου.
Πάνω στη γη
δεν ξόδεψα το μερτικό μου του έρωτα.
Είχα δυο μέτρα μπόι.
Τι μ΄ ωφέλησε;…
Ανάστησε με
έστω γι αυτό μονάχα
γιατί εγώ,
σαν ποιητής,
σε καρτερούσα,
την καθημερινή μετριότητα απορρίπτοντας.
(ο.π.π.-αποδ. Γιάννης Ρίτσος)
-
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
καλησπέρα πλάνες,
εχω αρχίσει πολλές φορές να διαβάσω ποστ, αλλά μάλλον πρέπει να το εκτυπώσω.
@ Ange-ta
Καλημέρα. Μονίμως βρίσκομαι χωρίς μελάνι στον εκτυπωτή.
Ποιήματα του Μαγιακόφσκη σε μετάφραση Ρίτσου μπορείτε να βρείτε εδώ:
http://e-vivlia.blogspot.com/2007/12/blog-post_11.html
Δημοσίευση σχολίου